πικέτο

πικέτο
το, Ν
1. χαρτοπαίγνιο που παίζεται με 32 χαρτιά
2. η δεσμίδα με τα 32 χαρτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. picchetto].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πικέτο — το (λ. ιταλ.) 1. παιχνίδι με τράπουλα: Παίζουν ταχτικά πικέτο στη λέσχη. 2. δεσμίδα από 32 τραπουλόχαρτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λέζα — η χαρτοπαικτικός όρος στο παιχνίδι πικέτο, που δηλώνει την περίπτωση κατά την οποία ο ένας από τους δύο αντίπαλους παίκτες έχει συγκεντρώσει περισσότερα από τα μισά χαρτιά, έχει κάνει περισσότερες από έξι «χαρτωσιές». [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”